Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαλτατζής ο· μπαλταντζής.
-
- Ξυλοκόπος· στρατιώτης του οθωμανικού στρατού (συχνά της φρουράς του σουλτάνου):
- ο βασιλεύς … έπεμψεν … τους μπαλταντζήδες … να κόπτουσι τον λόγγον (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 381).
[<τουρκ. baltacι. Ο τ. στο Somav. Η λ. σε κείμ. 18.-19. αι.]
- Ξυλοκόπος· στρατιώτης του οθωμανικού στρατού (συχνά της φρουράς του σουλτάνου):