Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλτάς ο [baltás] & μπαλντάς ο [baldás] Ο1 : είδος μικρού τσεκουριού με κόψη μεγάλου μήκους: Ο ~ του χασάπη.
μπαλταδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. balta -ς· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [l] ]