Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλκονόπορτα η [balkonóporta] Ο27α : πόρτα, συνήθ. με τζάμια, με την οποία επικοινωνεί το μπαλκόνι ή η βεράντα με το εσωτερικό του κτιρίου.
[μπαλκόν(ι) -ο- + πόρτα]