Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλαμούτι το [balamúti] Ο44 : (λαϊκ.) απάτη, ψέμα: Πουλάω ~, εξαπα τώ. Tρώω ~, ξεγελιέμαι.
[παλ. σλαβ. balamut -ι (πρβ. ρωσ. balamut)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλαμουτιάζω [balamutxázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκ.) μιλώ σε κπ. προσπαθώντας να τον ξεγελάσω, να τον πείσω για κτ. που δεν ισχύει: Tην είχε πάρει σε μια γωνιά την γκόμενα και την μπαλαμούτιαζε με τις ώρες.
[μπαλαμούτ(ι) -ιάζω]