Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαλέτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλέτο το [baléto] Ο39 : σύνθεση χορογραφική, συνήθ. με υπόθεση, με ή χωρίς συνοδεία μουσικής, που ερμηνεύεται από έναν ή από πολλούς χορευτές και παρουσιάζεται σε κοινό· (πρβ. χορόδραμα): Mουσική / παράσταση μπαλέτου. Kλασικό ~. || οργανωμένο σύνολο χορευτών μπαλέτου: Tα μπαλέτα Mπολσόι.

[ιταλ. baletto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες