Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακλαβάς ο [baklavás] Ο1 : γλυκό ταψιού καμωμένο από φύλλα ζύμης και καρύδια και περιχυμένο με σιρόπι.
μπακλαβαδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. baklava -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπακλαβάς ο.
-
- Είδος γλυκίσματος· (εδώ στον πληθ. μεταφ.) προκ. για γράμματα μεγάλα και δυσανάγνωστα:
- έγραφε με το ζερβί το χέρι κάτι μπακλαβάδες (Συναδ. φ. 74v).
[<τουρκ. baklava. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Είδος γλυκίσματος· (εδώ στον πληθ. μεταφ.) προκ. για γράμματα μεγάλα και δυσανάγνωστα: