Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπακιρένιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακιρένιος -α -ο [bakiréos] Ε4 : χάλκινος: Mπακιρένια κατσαρόλα.

[μπακίρ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες