Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπακαλόγατος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακαλόγατος ο [bakalóγatos] Ο20 : (οικ.) νεαρός που δουλεύει ως υπάλληλος σε μπακάλικο.

[μπακάλ(ης) -ο- + γάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες