Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαινοβγαίνω [benovjéno] Ρ πρτ. μπαινόβγαινα, αόρ. μπαινοβγήκα, απαρέμφ. μπαινοβγεί : 1. μπαίνω και βγαίνω συνέχεια: ~ στο σπίτι / στην αποθήκη. Mπαινοβγαίνει στη θάλασσα χωρίς να κολυμπάει. Tο παπούτσι είναι μεγάλο και μου μπαινοβγαίνει. 2. συχνάζω σε ορισμένο κλειστό χώρο: Mπαινοβγαίνει όλη τη μέρα στα καφενεία.
[μπαίν(ω) -ο- + βγαίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαινοβγαίνω· εμπαινοβγαίνω· ?μπαιζοβγαίνω.
-
- 1)
- α) Μπαίνω και βγαίνω επανειλημμένα, πολύ συχνά:
- 'ς τούτες εμπαινοβγήκα τσι πόρτες (Ερωφ. Γ́ 265)·
- β) (προκ. για την κίνηση του εντέρου κατά την αφόδευση):
- να μπαινοβγαίνει ο κώλος σου, να χέζεις τας σταπίδας (Διήγ. παιδ. 292).
- α) Μπαίνω και βγαίνω επανειλημμένα, πολύ συχνά:
- 2) Πηγαινοέρχομαι κάπου συχνά:
- Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί δέκα φορές την ώρα (Ερωτόκρ. Έ 103).
- 3) Κυκλοφορώ με κάπ.· συναναστρέφομαι:
- τον καιρόν οπού εμπαινόβγαινεν μετ’ εμάς ο αυθέντης μας ο Χριστός (Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 53).
[<μπαίνω + βγαίνω. Ο τ. ‑ζο‑ πιθ. με επίδρ. του μπάζω. Η λ. και σήμ.]
- 1)