Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαζώνω [bazóno] -ομαι Ρ1 : γεμίζω ένα χώρο, ιδίως κοιλότητα του εδάφους, με μπάζα: Mπαζώνουν τη θάλασσα / τη ρεματιά και κάνουν οικόπεδα.
[μπάζ(α τα) -ώνω]