Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαγλαμάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαγλαμάς ο [baγlamás] Ο1 : 1. μουσικό όργανο με τρεις χορδές που μοιάζει με μπουζούκι, αλλά είναι πιο μικρό: Παίζει μπαγλαμά. 2. (μτφ., για πρόσ.) βλάκας ή αναξιόλογος: A το μπαγλαμά, τι πήγε κι έκανε! μπαγλαμαδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[1: τουρκ. bağlama -ς· 2: τουρκ. balama (< τσιγγ.) κωμική θεατρική φιγούρα για τους Έλληνες και γενικότ. για τους Ευρωπαίους, παρετυμ. μπαγλαμάς1 (σύγκρ. μπουζούκι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες