Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαγιατεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαγιατεύω [bajatévo] Ρ5.2α μππ. μπαγιατεμένος & μπαγιατιάζω [baja tázo] Ρ2.1α μππ. μπαγιατιασμένος : 1. (για τρόφιμα) παύω να είμαι φρέσκος, γίνομαι μπαγιάτικος: Aφήνει το ψωμί να μπαγιατέψει κι ύστερα το τρώει. 2. (μτφ.) παλιώνω, χάνω την επικαιρότητά μου: Mπαγιάτεψαν τα νέα / οι ειδήσεις. 3. (μτφ.) για άνθρωπο που δε βρίσκεται στην πρώτη νεότητα: Mπαγιάτεψε πια. Πού να παντρευτεί!

[μπαγιάτ(ης δες στο μπαγιάτικος) -εύω, -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες