Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαγιάτικος -η -ο [bajátikos] Ε5 : ANT φρέσκος. 1. (για τρόφιμα) που πάλιωσε έτσι ώστε να έχει χάσει την αρχική του ποιότητα: Mπαγιάτικο ψωμί. Mπαγιάτικα ψάρια / γλυκά. 2. (μτφ.) που είναι παλιός, που έχει χάσει την επικαιρότητά του: Mπαγιάτικα νέα. || Είναι κάποιος σαν μπαγιάτικο λείψανο, φαίνεται πολύ κουρασμένος ή ταλαιπωρημένος.
[μσν. *μπαγιάτ(ης) (πρβ. μσν. μπαγιάτι ουδ.) -ικος < τουρκ. bayat -ης]