Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαγαποντιά η [baγapondjá] & παγαποντιά η [paγapondjá] & μπαγαμποντιά η [baγabondjá] Ο24 : (οικ.) η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον μπαγαπόντη καθώς και η σχετική πράξη: Πλούτισε με μπαγαποντιές, όχι τίμια.
[μπαγαπόντ(ης), παγαπόντ(ης), μπαγαμπόντ(ης) -ιά]