Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαγάσα η.
-
- Παλιογυναίκα, πόρνη:
- η μπαγάσα, οπού 'κλαιεν τον άνδραν της … κι ύστερα τον εφούρκισεν εις την φούρκαν (Συναξ. γυν. 413).
[<ιταλ. bagascia. Η λ. στο Somav.· αρσ. ‑ας αυτ. και σήμ.]
- Παλιογυναίκα, πόρνη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαγάσας ο [baγásas] Ο4 πληθ. μπαγάσηδες : (οικ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο έξυπνο, πονηρό ή γενικά ικανό, έτσι ώστε να πετυχαίνει αυτό που θέλει: Mε ξεγέλασε ο ~.
[μσν. μπαγάσα `πόρνη΄ -ς < ιταλ. bagascia]