Παράλληλη αναζήτηση
318 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπα [bá] επιφ. : δηλώνει ποικίλα συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου και τον τόνο ή το χρωματισμό της φωνής· συνοδεύεται συνήθ. από επιφωνηματική ή ερωτηματική φράση ή πρόταση. 1α. (συχνά παρατεταμένο ή με επανάληψη) έντονη, ευχάριστη έκπληξη: ~ τι βλέπω, καινούριο φουστάνι; ~ ~ ~ τι ομορφιές είναι αυτές; ~, για μας είναι το δέμα! ~, πότε γύρισες; β. απορία, αποδοκιμασία, δυσφορία, αγανάκτηση κτλ.: ~ ποιος να είναι άραγε; ~ παράξενος είσαι σήμερα! || ~ σε καλό μου / σου / του / μας κτλ.: ~ σε καλό σου, πώς σκέφτηκες κάτι τέτοιο; ~ σε καλό μου, τι έπαθα και κάνω συνέχεια ζημιές σήμερα; γ. ειρωνικά σε διάλογο: Ξέρω πολύ καλά πώς να σας φερθώ. -~, αλήθεια; - Mπαξ. 2. (σε διάλογο) με αποφατική σημασία. α. συχνά α ~, ως αρνητική απάντηση: Πέρνα μετά το μάθημα να σε δούμε. -~, δε νομίζω πως θα μπορέσω. β. καθησυχάζει την ανησυχία του συνομιλητή: Λες να το έμαθαν; - A ~! δεν πιστεύω. Φοβάμαι μήπως κάτι συμβεί. - A ~ μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε. γ. συχνά μαζί με τους αντιθετικούς συνδέσμους αλλά ή όμως εισάγει τη διαφορετική και ορθότερη από την αμέσως προηγούμενη απόφαση του ομιλητή: Πρέπει να τους τηλεφωνήσω· αλλά ~, καλύτερα είναι να πάω ο ίδιος, αλλά όχι καλύτερα
[ηχομιμ. (πρβ. ηχομιμ. ιταλ. ba, γαλλ. baba)]
- μπα το, άκλ.
-
- Φιλί· φρ. μπα με = φίλα με:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 651).
[νηπ. λ. ηχοπ., σχετ. με το σημερ. μα· λίγο πιθ. <ιταλ. bacio. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φιλί· φρ. μπα με = φίλα με:
- μπαγάζια τα [baγázja] & μπαγκάζια τα [bagázja] Ο44 : οι αποσκευές: Ετοιμάζω / κουβαλάω / φορτώνω τα ~ μου. || (επέκτ.) για διάφορα αντικείμενα που ανήκουν σε κπ. και ιδίως για τα προσωπικά του είδη: Πάρε τα ~ σου και φύγε.
[τουρκ. (διαλεκτ.) bağaj -ια (πληθ.) < γαλλ. bagage· -γκ-: αναδαν. από τα γαλλ.]
- μπαγαπόντης ο [baγapóndis] Ο11 θηλ. μπαγαπόντισσα [baγapóndisa] Ο27α & παγαπόντης ο [paγapóndis] Ο11 θηλ. παγαπόντισσα [paγapón disa] Ο27α & μπαγαμπόντης ο [baγabóndis] Ο11 θηλ. μπαγαμπόντισσα [baγabóndisa] Ο27α : (οικ.) άνθρωπος πονηρός, κατεργάρης ή απατεώνας: Tον ξεγέλασε ο ~ και του πήρε τα λεφτά.
[μπαγαμπ-: ιταλ. vagabond(o) `που περιπλανιέται, δε δουλεύει, άχρηστος΄ -ης κατά το κατεργάρης > βαγαμπόντης > μπ- από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-v > tomv > tomb > tom-b] · μπαγαπ-: < μπαγαμπόντης με ανομ. ηχηρ. [b-b > b-p] · παγαπ-: αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα· μπαγαπόντ(ης), παγαπόντ(ης), μπαγαμπόντ(ης) -ισσα]
- μπαγαποντιά η [baγapondjá] & παγαποντιά η [paγapondjá] & μπαγαμποντιά η [baγabondjá] Ο24 : (οικ.) η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον μπαγαπόντη καθώς και η σχετική πράξη: Πλούτισε με μπαγαποντιές, όχι τίμια.
[μπαγαπόντ(ης), παγαπόντ(ης), μπαγαμπόντ(ης) -ιά]
- μπαγάς ο.
-
- Χελωνόστρακο:
- κόκαλον χελώνης ινδικής, όπερ κοινότερον ονομάζουσι μπαγά (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 160).
[<τουρκ. bağa. Η λ. στον πληθ. σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- Χελωνόστρακο:
- μπαγάσα η.
-
- Παλιογυναίκα, πόρνη:
- η μπαγάσα, οπού 'κλαιεν τον άνδραν της … κι ύστερα τον εφούρκισεν εις την φούρκαν (Συναξ. γυν. 413).
[<ιταλ. bagascia. Η λ. στο Somav.· αρσ. ‑ας αυτ. και σήμ.]
- Παλιογυναίκα, πόρνη:
- μπαγάσας ο [baγásas] Ο4 πληθ. μπαγάσηδες : (οικ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο έξυπνο, πονηρό ή γενικά ικανό, έτσι ώστε να πετυχαίνει αυτό που θέλει: Mε ξεγέλασε ο ~.
[μσν. μπαγάσα `πόρνη΄ -ς < ιταλ. bagascia]
- μπαγάσικος -η -ο [baγásikos] Ε5 : (οικ.) που χαρακτηρίζει τον μπαγάσα. || (ως ουσ.) το μπαγάσικο, ο μπαγάσας.
μπαγάσικα ΕΠIΡΡ: Mου την έφερε ~. [μπαγάσ(ας) -ικος]
- μπαγδατί το [baγδatí] Ο43 : ταβάνι ή μεσότοιχος καμωμένα από λεπτά επιμήκη ξύλα καλυμμένα με ασβεστοκονίαμα.
[τουρκ. Bağdatî (από τα αραβ., τοπων. Βαγδάτη)]