Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπίλια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπίλια η [bíla] Ο25α : μικρή σφαίρα από στερεό υλικό: H ~ του μπιλιάρδου / του ρουλεμάν. || βόλος: Γυάλινη / πήλινη / μεταλλική ~. Tα παιδιά παίζουν μπίλιες. ΦΡ τα κάνω μπίλιες, προκαλώ αναστάτωση. γίνομαι μπίλιες, αναστατώνομαι. γίνομαι μπίλιες με κπ., μαλώνω μαζί του.

[ιταλ. biglia `μπαλάκι του μπιλιάρδου΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπιλιάρδο το [bilárδo] Ο39 : παιχνίδι που παίζεται επάνω σε ειδικά διαμορφωμένο τραπέζι με ειδικές μπίλιες που τις χτυπούν με ένα λεπτό ραβδί: Παίζουν ~. Mια παρτίδα ~. H στέκα του μπιλιάρδου. Γαλλικό / αμερικάνικο ~. || σφαιριστήριο: Συχνάζει στα μπιλιάρδα.

[ιταλ. bigliardo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες