Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπέσα η [bésa] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) η ιδιότητα του μπεσαλή: Γυναίκα / άνθρωπος με / χωρίς ~. Mη βασίζεσαι σ΄ αυτόν· δεν έχει ~. ΦΡ ~ για ~, για έμφαση, σε περιπτώσεις που δίνεται λόγος τιμής.
[αλβ. besa `η μπέσα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεσαλής ο [besalís] Ο8 θηλ. μπεσαλού [besalú] Ο37 : αυτός που κρατάει το λόγο του, που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη. || (ως επίθ.): Είναι ~ άνθρωπος· δεν πρόκειται να σε γελάσει.
[μπέσ(α) -αλής· μπεσαλ(ής) -ού]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεσαλίδικος -η -ο [besalíδikos] Ε5 : που αναφέρεται στον μπεσαλή: Mπεσαλίδικες κουβέντες.
[μπεσα λ(ής) -ίδικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπεσαμέλ η [besamél] Ο (άκλ.) : άσπρη σάλτσα που γίνεται με γάλα, αλεύρι και αυγά: ~ για το παστίτσιο / για το μουσακά.
[λόγ. < γαλλ. béchamel < ανθρωπων. Béchamel (όν. Γάλλου καλοφαγά)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπεσάς, επίρρ.
-
- Βέβαια:
- (Στάθ. Ά 143).
[<βεν. bessà. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Βέβαια: