Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπέμπης ο [bébis] Ο11 θηλ. μπέμπα [béba] Ο25α : (οικ.) για μωρό ή για μικρό παιδί, κυρίως πριν του δώσουν όνομα με τη βάφτιση: Tον βαφτίσα τε τον μπέμπη; Παριστάνει την μπέμπα, για σχετικά μεγάλη κοπέλα που συμπεριφέρεται σαν μικρό κορίτσι. || (επέκτ.) για ανώριμο άνθρωπο με συμπεριφορά μικρού παιδιού: Δες την μπέμπα· φοβάται το σκοτάδι.
μπεμπούλης ο θηλ. μπεμπούλα YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. baby -ς (ή μέσω του ιταλ. bebi)· μπέμπ(ης) -α· μπέμπ(ης) -ούλης· μπεμπούλ(ης) -α]