Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάχαλο το [báxalo] Ο41 : (προφ.) για μεγάλη ακαταστασία, οχλαγωγία, συγκεχυμένη κατάσταση ή αποτυχία, κυρίως στις εκφράσεις γίνεται ~ ή τα κάνω ~.
[;]