Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάτσος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
μπάτσος ο· πάτσος.
  • Ράπισμα:
    • οι υπηρέται τον εκτυπούσαν πάτσους (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ιδ’ 65).

[λ. ηχοπ., πιθ. <γερμανοεβραϊκή patsch (Thumb). Κατά ΛΚΝ <ιταλ. bazza. Ο τ. στο Somav. (λ. ‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ. Oυδ. ‑ο στο Βλάχ. (‑τζο) και σήμ.· ‑ι στο Du Cange (‑τζι). Η λ. στο Somav. (‑τζ‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάτσος 1 ο [bátsos] Ο18 & μπάτσα η [bátsa] Ο25α & μπάτσο το [bátso] Ο39 : α. χτύπημα στο μάγουλο με την παλάμη· χαστούκι, σκαμπίλι: Tου έδωσε ένα γερό μπάτσο. ΦΡ είναι / τον έχουν του κλότσου* και του μπάτσου / από κλότσου κι από μπάτσου. β. (μτφ.) ηθικό χτύπημα. μπατσά κι το YΠΟKΟΡ.

[-α: ιταλ. bazza `πιγούνι που προεξέχει΄· -ο: < θηλ. μπάτσα που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.· -ος: < μπάτσο μεταπλ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάτσος 2 ο : (υβρ.) αστυνομικός· μπασκίνας.

[< μπάτσος 1 από χαρακτηριστική πράξη των χωροφυλάκων ή τουρκ. baç `φόρος, εκβιασμός΄ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες