Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάσταρδος, ουσ. και επίθ.· μπαστάρδος· πάσταρδος· παστάρδος· θηλ. μπαστάρδα· παστάρδα· ουδ. μπάσταρδο(ν).
-
- Νόθο παιδί (γιος ή κόρη):
- να προξενέσει την παστάρδαν του με τον παστάρδον του ρε Φαρράντου (Βουστρ. 18015)·
- (ως επίθ.):
- ο Φερδερίγος βασιλεύς είχεν υιόν παστάρδον (Χρον. Μορ. P 5971)·
- (μειωτ.):
- ειδέ και δεν το παιδεύει, ως μπαστάρδον το έχει (Kαρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 345v).
- Η λ. σε παρων.:
- του δούκα ντε Μπαρμπόν, τόν λέγαν Γραν μπαστάρδον (Κορων., Μπούας 10).
[<βεν. bastardo. Ο τ. ‑άρ‑ στο Meursius και σήμ. κυπρ. Το θηλ. ‑άρδα στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Νόθο παιδί (γιος ή κόρη):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάσταρδος -η -ο [bástarδos] Ε5 : 1. (και ως ουσ.). α. (υβρ., για πρόσ.) που είναι νόθος: Δε δίνουν σημασία στο μπάσταρδο. β. (ως αρνητικός χαρακτηρισμός): Aργεί να έρθει ο ~. γ. (σπανιότ. για θαυμασμό ή έκπληξη): Δες τον μπάσταρδο πώς τα κατάφερε! 2. (σπάν.) μπασταρδεμένος.
μπασταρδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *μπάσταρδος (πρβ. μσν. πάσταρδος) < μπαστάρδος (μετακ. τόνου;) < ιταλ. bastardo -ς]