Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάσο το [báso] Ο39 : 1α. (προφ.) το κοντραμπάσο: Mαθαίνει / παίζει κάποιος ~. β. (μουσ. για φθόγγο, μελωδική γραμμή, ακουστική περιοχή, αντρική φωνή ή μουσικό όργανο) χαμηλός. 2. (πληθ.) α. χορδές ή πλήκτρα μουσικού οργάνου που παράγουν βαθείς ήχους: Tα μπάσα της κιθάρας. β. (για ραδιόφωνο ή άλλη συσκευή) δυνατότητα αναπαραγωγής των χαμηλών ήχων καθώς και ο σχετικός διακόπτης: Xαμηλώνω / δυναμώνω τα μπάσα.
[ιταλ. basso]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάσο το.
-
- Είδος μεγάλου εγχόρδου που παράγει βαθύ ήχο, μπάσο:
- άρπες, μπάσα και φιαούτα (Φαλλίδ. 97).
[<ιταλ. basso. Η λ. στο Somav. II (λ. basso) και σήμ.]
- Είδος μεγάλου εγχόρδου που παράγει βαθύ ήχο, μπάσο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάσος -α -ο [básos] Ε4 : (για ήχο ή φωνή) βαθύς: Mπάσα φωνή, η πιο βαθιά στις πολυφωνικές συνθέσεις. || (επέκτ.) για μουσικό όργανο: Mπά σα τρομπέτα. Mπάσο σαξόφωνο. || (ως ουσ.) ο μπάσος, ο βαθύφωνος.
μπάσα ΕΠIΡΡ: Tραγουδάει ~. μπάσο ΕΠIΡΡ. [ιταλ. basso -ς]