Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάρμπεκιου
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάρμπεκιου το [bárbeku] Ο (άκλ.) : 1. μικρή φορητή ψηστιέρα. 2. συγκέντρωση στο ύπαιθρο κατά την οποία ψήνονται κρέατα στη σχάρα.

[αγγλ. barbecue]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες