Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάρμπας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάρμπας ο [bárbas] Ο4 : (λαϊκότρ.) 1. ο θείος. ΦΡ το Θεό μπάρμπα να ΄χεις, (με αρνητική πρόταση) για κτ. που δεν πρόκειται να γίνει: Δε γλιτώνεις, το Θεό μπάρμπα να ΄χεις. έχει μπάρμπα στην Kορώνη, έχει μεγάλα μέσα. ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη*. 2. (οικ.) ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε άντρα πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού: Δώσε κι εμένα μπάρμπα, ως διαφήμιση εμπορεύματος από μικροπωλητή. μπαρμπούλης ο YΠΟKΟΡ.

[μσν. μπάρμπας < παλ. ιταλ., βεν. barba -ς· μπάρμπ(ας) -ούλης]

[Λεξικό Κριαρά]
μπάρμπας ο· πάρπας· άκλ. μπάρμπα· μπάρπα· πάρπα·
  • Θείος:
    • το μπάρμπα του αγκαλιάστη (Ερωτόκρ. Δ́ 1903).
  • Το άκλ. ‑α σε τοπων.:
    • Μπαρμπα-Νικόλας (Πορτολ. Α 2499).

[<βεν. barba. Τ. ‑ρπας το 14. αι. Η λ. (Βλάχ.) και το άκλ. ‑α με αντρικό όν. σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες