Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάρμαν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάρμαν ο [bárman] Ο (άκλ.) : άντρας που εργάζεται ως σερβιτόρος σε μπαρ.

[λόγ. < αγγλ. barman]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες