Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάρα η,
- βλ. αμπάρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάρα 1 η [bára] Ο25α : 1. γενική ονομασία για κάθε μακρύ κυλινδρικό αντικείμενο, συνήθ. μεταλλικό: H ~ του μονόζυγου. Οι δύο μπάρες του δίζυγου. H ~ που συνδέει το τιμόνι με τους τροχούς του αυτοκινήτου. 2. (τυπ.) κάθετη ή πλάγια γραμμή που χρησιμοποιείται ως διαχωριστικό: Mονή / διπλή ~. 3. μακρόστενη σανίδα σε μπαρ όπου οι πελάτες ακουμπούν τα ποτά τους.
[μσν. μπάρα < ιταλ. barra]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάρα 2 η : (λαϊκότρ.) λάκκος γεμάτος με νερό.
[σλαβ. bara]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαράγκα η [baráŋga] Ο25 : (λαϊκότρ.) παράγκα.
[ιταλ. baracca με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαράζ το [baráz] Ο (άκλ.) : σειρά από όμοιες ενέργειες που διαδέχονται η μία την άλλη: ~ απεργιών / ανατιμήσεων / απολύσεων. ~ πυρός, το φράγμα πυρός. || (ως επίθ.): Aγώνας ~, αθλητικός αγώνας μεταξύ ομάδων που συνήθ. ισοψηφούν, ο οποίος γίνεται για την πρόκριση σε άλλη διοργάνωση ή την αλλαγή κατηγορίας: Aγώνας ~ για την παραμονή στην πρώτη εθνική.
[λόγ. < γαλλ. barrage]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαράκα η.
-
- Ξύλινο σπιτάκι, παράπηγμα:
- από … ανάγκην εκάμαμεν μπαράκες, ως εμπορέσαμεν, διά ολίγην μας σκέπην (Ιερόθ. Αββ. 337). [<βεν. baraca. Τ. ‑γκα σήμ. ιδιωμ. και παράγκα κοιν. Η λ. στο Meursius]
- Ξύλινο σπιτάκι, παράπηγμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- Μπαραμπουράδες οι.
-
- Ονομασία αιθιοπικού φύλου εγκατεστημένου στην Αίγυπτο (πιθ. πρόκ. για τους Νουβούς ή Βερβερίνους):
- από τούτους (ενν. τους Βλέμμυες) ευρίσκονται την σήμερον πολλοί εις το Μισίρι και τους λέγουν Μπαραμπουράδες (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 79).
[<αραβ. Barābira (πληθ. του Barbari)]
- Ονομασία αιθιοπικού φύλου εγκατεστημένου στην Αίγυπτο (πιθ. πρόκ. για τους Νουβούς ή Βερβερίνους):
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαράτ, άκλ.
-
- Δόλος, απάτη:
- (Ασσίζ. 3441‑2).
[<μεσν. γαλλ. barate]
- Δόλος, απάτη:
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαράτιον το· μπαράτι.
-
- Σουλτανικό διάταγμα που χορηγεί προνόμια ή παραχωρεί πολιτική ή εκκλησιαστική εξουσία:
- εις την Βλαχίαν να εμπεί πάλιν το εθαρρούσεν και … ήλπιζε να του ελθεί στο χέρι μπαράτι από τον πασιά (Ιστ. Βλαχ. 1096)·
- έδωκαν αυτού (ενν. του πατριάρχου) νέον μπαράτιον ότι κατά την πίστην του να ορίζει και να κρίνει μητροπολίτας (Κώδ. Χρονογρ. 582).
[<τουρκ. berat. Ο τ. στο Somav. Η λ. στο Meursius]
- Σουλτανικό διάταγμα που χορηγεί προνόμια ή παραχωρεί πολιτική ή εκκλησιαστική εξουσία:
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαρατούρης ο.
-
- Κλέφτης, απατεώνας:
- λέγομεν κλέπτην, μπαρατούρηδας οπού … λαμβάνουν τα αλλότρια πράγματα κρυφά (Ασσίζ. 44025).
[<παλαιότ. γαλλ. barateor. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑ρία)]
- Κλέφτης, απατεώνας: