Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάντζο το [bándzo] Ο39 : είδος κιθάρας ή μαντολίνου με κυκλικό ηχείο, το οποίο καλύπτεται από τεντωμένο δέρμα.
[αγγλ. banjo (από γλ. της Aφρικής)]