Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάμπουρας ο [báburas] Ο5 : (οικ.) γενική ονομασία για διάφορα σκαθάρια.
[μσν. μπάμπουλας (ηχομιμ.), πρβ. αρχ. βομβυλιός (ηχομιμ., προφ. [bomb] )]