Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάλωμα το [báloma] Ο49 : 1α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπαλώνω: Aσχολείται με το ~ των ρούχων. β. το κομμάτι που ράβουν ή κολλούν πάνω στο φθαρμένο τμήμα ενός πράγματος, ιδίως ρούχου ή παπουτσιού, για να το μπαλώσουν: Ράβω / ξηλώνω ένα ~. Παντελόνι με μπαλώματα στα γόνατα. || Δρόμος γεμάτος μπαλώματα. γ. μικρό τμήμα μιας επιφάνειας διαφορετικό, ιδίως στο χρώμα, από το υπόλοιπο σύνολο: Άσπρος τοίχος με μπαλώματα. Ένας άσπρος σκύλος με μαύρα μπαλώματα στην κοιλιά. 2. (μτφ.) πρόχειρη ενέργεια ή τακτοποίηση: H κατάσταση χρειάζεται ριζικές μεταρρυθμίσεις, όχι μπαλώματα.
μπαλωματάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. μπάλωμα < εμπάλωμαν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπαλώ(νω δες στο μπαλώνω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάλωμα το· εμπάλωμα· εμπάλωμαν· πάλωμα.
-
- 1) Μπάλωμα:
- μπάλωμα από πανί άτριβον (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. θ́ 16)·
- (σε μεταφ.):
- εις την κοιλίαν σου κείται το άσπρον το εμπάλωμαν από λινόν πανίτσιν (Πουλολ. 185).
- 2) (Μεταφ.) μεγάλη κηλίδα χρώματος:
- Ήτονε η τρίχα του (ενν. του αλόγου) ψαρή, μπαλώματα γεμάτη, κόκκινα, μαύρα, … (Ερωτόκρ. Β́ 339).
[<μπαλώνω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. ε‑ στο LBG (‑λ(λ)‑). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Μπάλωμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλωματής ο [balomatís] Ο8 : (παρωχ.) ο τσαγκάρης.
[μσν. *εμπαλωματής (πρβ. μσν. εμπαλωματού) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπαλωματ- (εμπάλωμαν δες στο μπάλωμα) -ής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλωματού η [balomatú] Ο37 : γυναίκα που επιδιόρθωνε, μπάλωνε ρούχα.
[μσν. εμπαλωματού με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *εμπαλωμα τ(ής) -ού]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαλωματού η· εμπαλωματού.
-
— Βλ. και μπαλωτού.
- Ρούχο (γεμάτο) με μπαλώματα:
- ηγόρασέν σε … αυτήν την εμπαλωματούν, … οπὄχει κόκκινον ομπρός και μαύρον εξοπίσω (Πουλολ. 335).
[<πληθ. του ουσ. μπάλωμα + κατάλ. ού (πβ. Μηνάς 1978: 171-2)· πβ. σημερ. κουρελού]
- Ρούχο (γεμάτο) με μπαλώματα: