Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάλσαμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάλσαμο το [bálsamo] Ο41 : (λαϊκότρ.) βάλσαμο.

[αντδ. < ιταλ. balsamo < λατ. balsamum < αρχ. βάλσαμον (σημιτ. προέλ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπάλσαμο το,
βλ. βάλσαμον.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες