Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάκα η [báka] Ο25α : (λαϊκ.) κοιλιά, ιδίως μεγάλη ή φουσκωμένη.
[αλβ. baka `η κοιλιά΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπάκα η,
- βλ. μπάνκα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπάκακας ο [bákakas] Ο5 & μπακάκι το [baká
i] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο βάτραχος. μπακακάκι το YΠΟKΟΡ. [ηχομιμ. [bakak] -ας πρβ. ελνστ.(;) στον Πόντο βάβακος (προφ. [babak-] )· μπάκακ(ας) -άκι με απλολ. [akak > ak] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακάλης ο [bakális] Ο11 θηλ. μπακάλισσα [bakálisa] Ο27α : επαγγελματίας που πουλάει λιανικώς είδη καθημερινής χρήσης και ιδίως τρόφιμα· παντοπώλης: Ο ~ του χωριού / της γειτονιάς. || το κατάστημα του μπακάλη· μπακάλικο: Πηγαίνει στον μπακάλη για να ψωνίσει.
[τουρκ. bakkal -ης· μπακάλ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακαλιάρος ο [bakaláros] Ο18 : ονομασία ψαριών: α. των βόρειων θαλασσών, που στη χώρα μας πουλιούνται κυρίως ως αλίπαστα: Aλιεία του μπακαλιάρου. ~ τηγανητός με σκορδαλιά. β. της Mεσογείου, τα οποία συγγενεύουν με τον μπακαλιάρο: Φρέσκος ~.
μπακαλιαράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. β. [ιταλ. *baccagliaro (πρβ. ιταλ. διαλεκτ. baccalaro, ισπαν. bacallao προφ. [l] ) -ς < ισπαν. bacallao, bacalao]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακαλική η [bakalikí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : το επάγγελμα του μπακάλη: Aσχολείται με τη ~. Είδη μπακαλικής, που πουλιούνται στα μπακάλικα.
[λόγ. μπακάλ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακάλικο το [bakáliko] Ο41 : το κατάστημα του μπακάλη· παντοπωλείο: Δεν ψωνίζει από το ~ της γειτονιάς αλλά από το σουπερμάρκετ, γιατί είναι φτηνότερο.
[μπακάλ(ης) -ικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακάλικος -η -ο [bakálikos] Ε5 : 1. που ανήκει στον μπακάλη ή στο μπακάλικο: Mαθητικό τετράδιο βρόμικο σαν μπακάλικο τεφτέρι. 2. μπακαλίστικος1.
[μπακάλ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακαλίστικος -η -ο [bakalístikos] Ε5 : 1α. που χαρακτηρίζεται από προχειρότητα ή από έλλειψη λογικής: ~ λογαριασμός. β. άξεστος, αγροίκος: Mπακαλίστικο φέρσιμο. 2. μπακάλικος1.
[μπακάλ(ης) -ίστικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπακαλόγατος ο [bakalóγatos] Ο20 : (οικ.) νεαρός που δουλεύει ως υπάλληλος σε μπακάλικο.
[μπακάλ(ης) -ο- + γάτος]