Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούτσος ο [mútsos] Ο18 : αγόρι ή έφηβος που δουλεύει σε πλοίο με σκοπό να εκπαιδευτεί στο ναυτικό επάγγελμα.
[ιταλ. mozzo (ισπαν. mozo `αγό ρι΄) -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ή από κλειστή προφ. του [o] στις νότ. ιταλ. διαλέκτους)]