Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μούτρα τα· εν. μούτρον.
-
- α) Πρόσωπο, όψη:
- τρίβοντάς του τα μούτρα (Ζήν. Ά μετά στ. 138)·
- ένα μούτρον αναποδιασμένον (Μπερτόλδος 28)·
- (μειωτ.):
- μη με χέσουν στα μούτρα (Σπανός D 1584)·
- β) (με κτητ. αντων. για να δηλωθεί το ίδιο το άτομο):
- Ψεύγεσαι στα μούτρα τα δικά σου! (Ζήν. Β́ 191).
[<ουσ. μούτρα η (Somav., λ. μούρη και Somav. II, λ. ceffo) <βεν. - ιταλ. mutria. Η λ. στο Somav. (λ. μούτζουνον) και σήμ. (και εν. ‑ο)]
- α) Πρόσωπο, όψη: