Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούτζα η [múdza] & μούντζα η [múndza] Ο25α : υβριστική χειρονομία που γίνεται με προβολή της ανοιχτής παλάμης προς την κατεύθυνση κάποιου· φάσκελο: Δίνω / ρίχνω μία ~ σε κπ. / σε κτ., το(ν) μουτζώνω.
[μσν. μούζα, μούτζα, μούντζα `καπνιά, τύφλα΄ < ίσως περσ. muzh -α (σύγκρ. μουντζούρα) με τροπή [z > dz] (η σημ. από το μουτζούρωμα του προσώπου του πομπευόμενου με την παλάμη βουτηγμένη σε καπνιά)· ανάπτ. ριν. πριν από μεσοφ. [d] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μούτζα η,
- βλ. μούντζα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουτζαλιά η [mudzalá] & μουντζαλιά η [mundzalá] Ο24 : (προφ.) η μουτζούρα.
[μσν. *μουτζάλ(α), *μουντζάλ(α) (πρβ. μσν. μουτζουλώνω = μουντζουρώνω) -ιά < μούτζ(α), μούντζ(α) -άλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουτζαλώνω [mudzalóno] -ομαι & μουντζαλώνω [mundzalóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) μουτζουρώνω κτ.
[*μουτζάλ(α), *μουντζάλ(α) (δες στο μουτζα λιά) -ώνω]