Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούστος ο [mústos] Ο18 : ο χυμός των σταφυλιών πριν υποστεί τη ζύμωση και γίνει κρασί: Γλυκός ~. Bαρέλια γεμάτα μούστο που βράζει.
[ελνστ. μοῦστος < λατ. must(um) `νέο κρασί΄ -ος (αρσ. κατά το οrνος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μούστος ο· (πιθ. ουδ.) μούστο.
-
- Ο χυμός των σταφυλιών πριν γίνει κρασί, μούστος:
- Είδες … στον ληνόν σταφύλια πώς πατούσι και τρέχει ο μούστος απ’ αυτά …; (Παλαμήδ., Βοηβ. 302)·
- (σε παρομοίωση):
- Κόρη, όντ’ αναντρανίσω σε … ως μούστος ακατάστατος κρούγω (Ch. pop. 236.)>
[παλαιότ. ουσ. μούστος (5. αι.) <λατ. mustum. Η λ. και σήμ.]
- Ο χυμός των σταφυλιών πριν γίνει κρασί, μούστος: