Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μούστο το,
- βλ. μούστος.
- μουστόγρια η [mustóγria] Ο27α : (χλευ.) για πολύ ζαρωμένη και άσχημη γριά.
[ίσως μούστ(ος) -ο- + γριά]
- μουστοκούλουρο το [mustokúluro] Ο41 : κουλούρι που περιέχει μούστο.
[μούστ(ος) -ο- + κουλούρ(ι) -ο]
- μουστόπιτα η.
-
- Πίτα φτιαγμένη από μούστο και αλεύρι:
- κρασί μ’ ελούσαν παρευθύς … καπνίσαν με μουστόπιτα (Κρασοπ. V 97).
[<ουσ. μούστος + πίτα. Η λ. σε σχόλ., στο Somav. και σήμ.]
- Πίτα φτιαγμένη από μούστο και αλεύρι:
- μούστος ο [mústos] Ο18 : ο χυμός των σταφυλιών πριν υποστεί τη ζύμωση και γίνει κρασί: Γλυκός ~. Bαρέλια γεμάτα μούστο που βράζει.
[ελνστ. μοῦστος < λατ. must(um) `νέο κρασί΄ -ος (αρσ. κατά το οrνος)]
- μούστος ο· (πιθ. ουδ.) μούστο.
-
- Ο χυμός των σταφυλιών πριν γίνει κρασί, μούστος:
- Είδες … στον ληνόν σταφύλια πώς πατούσι και τρέχει ο μούστος απ’ αυτά …; (Παλαμήδ., Βοηβ. 302)·
- (σε παρομοίωση):
- Κόρη, όντ’ αναντρανίσω σε … ως μούστος ακατάστατος κρούγω (Ch. pop. 236.)>
[παλαιότ. ουσ. μούστος (5. αι.) <λατ. mustum. Η λ. και σήμ.]
- Ο χυμός των σταφυλιών πριν γίνει κρασί, μούστος:
- μουστουνέα η.
-
- Χτύπημα στο πρόσωπο (με το χέρι, με γροθιά):
- κατά σφονδύλου και του προσώπου αυτού έκρουον και μουστουνέας (Παράφρ. Χων. 455).
[<ουσ. *μούστουνον (<*μούστσουνον από συμφ. των ουσ. μούτσουνον και μουσούνα ή μουσούδα) + κατάλ. ‑έα. Τ. ‑ία στο Du Cange· ‑ιά στο Somav. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Χτύπημα στο πρόσωπο (με το χέρι, με γροθιά):
- μουστουχιά η.
-
- Φίμωτρο· (εδώ) προκ. για μαντήλα που σκεπάζει το στόμα και μέρος του προσώπου:
- αι γυναίκες … βάνουσιν … τες μουστουχιές, μη τες μαυρίσει ο ήλιος (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 717).
[<ουσ. μουστούχι (Πάγκ. Ϛ́· <στουμούχι <στομούχι <*στομούχιον, Andr.· πβ. και παλαιότ. ρωσ. muštuk» «χαλινός» (Polikarpov 367) <γερμ. Mundstück) + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Φίμωτρο· (εδώ) προκ. για μαντήλα που σκεπάζει το στόμα και μέρος του προσώπου: