Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούσκεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μούσκεμα το [múskema] Ο49 : 1. (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μουσκεύω. 2. (ως επίρρ.) για κπ. ή για κτ. που βρέχεται πολύ: Έριξε κατά λάθος νερό και με έκανε ~. Δεν είχε ομπρέλα κι έγινε ~. Είμαι ~, είμαι πολύ βρεγμένος. ΦΡ τα κάνω ~, για κακή εκτέλεση ή αποτυχία: ~ τα έκανε στις εξετάσεις.

[μουσκεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες