Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούσκεμα το [múskema] Ο49 : 1. (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μουσκεύω. 2. (ως επίρρ.) για κπ. ή για κτ. που βρέχεται πολύ: Έριξε κατά λάθος νερό και με έκανε ~. Δεν είχε ομπρέλα κι έγινε ~. Είμαι ~, είμαι πολύ βρεγμένος. ΦΡ τα κάνω ~, για κακή εκτέλεση ή αποτυχία: ~ τα έκανε στις εξετάσεις.
[μουσκεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] )]