Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούσα η [músa] Ο25 : 1α. καθεμία από τις κατώτερες θεές της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας για τις οποίες πίστευαν ότι προστατεύουν τις καλές τέχνες: Οι εννέα Mούσες. ΦΡ θεραπεύω τις Mούσες, ασχολούμαι με τις καλές τέχνες. β. η μούσα που πίστευαν ότι εμπνέει τους ποιητές: Στην αρχή της Οδύσσειας ο Όμηρος επικαλείται τη ~. 2. (μτφ.) α. για πρόσωπο, ιδίως γυναίκα, που εμπνέει ορισμένο ποιητή ή γενικά καλλιτέχνη: Για πολλά χρόνια υπήρξε η ~ του. β. η έμπνευση και η δημιουργία κάθε ποιητή ή ομάδας ποιητών με κοινά χαρακτηριστικά: H ~ του Ομήρου / του Πινδάρου / του Σολωμού. H αρχαία ελληνική / λατινική ~. H λαϊκή ~, το δημοτικό τραγούδι.
[λόγ. < αρχ. Μοῦσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μούσα (I) η.
-
- 1) (Στον πληθ.) οι Μούσες:
- (Βίος Αλ. 2116).
- 2) (Σε θέση επιθ.) μουσικός, μελωδικός:
- μούσες φωνές (Φυσιολ. (Legr.) 457).
[αρχ. ουσ. μούσα. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Στον πληθ.) οι Μούσες:
[Λεξικό Κριαρά]
- μούσα (II) — μούση η.
-
- Στόμιο (δοχείου):
- λιθοπολυτίμητος γύροθεν εκ της μούσης (ενν. του βουτσίου) (Κρασοπ. I 52).
[<βεν. muza - musa. Η λ. ‑η και σήμ. ιδιωμ.· ‑α στο Meursius]
- Στόμιο (δοχείου):
[Λεξικό Κριαρά]
- μουσαβετέ το, άκλ.
-
- Σχέδιο εγγράφου· βιβλίο πρόχειρης καταγραφής της περιουσίας ή των εισοδημάτων κάπ. για φορολογικούς σκοπούς:
- Είχεν (ενν. ο Μαρκουλής) … καταπατητάδες που κάμναν τa μουσαβετέ (Ιστ. Μαρκ. 298).
[<τουρκ. müs(e)vedde (Χλωρός: 1676-7)]
- Σχέδιο εγγράφου· βιβλίο πρόχειρης καταγραφής της περιουσίας ή των εισοδημάτων κάπ. για φορολογικούς σκοπούς:
[Λεξικό Κριαρά]
- μουσαῒπης ο.
-
- Αυτός που βρίσκεται στην υπηρεσία κάπ.· σύντροφος, φίλος· (εδώ του Θεού):
- να γένει γνήσιος μουσαΐπης … με τον κοινόν πατέρα παντός του κόσμου Θεόν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 8531· 20651).
[<τουρκ. musahib]
- Αυτός που βρίσκεται στην υπηρεσία κάπ.· σύντροφος, φίλος· (εδώ του Θεού):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσακάς ο [musakás] Ο1 : φαγητό που γίνεται με κιμά και μελιτζάνες ή πατάτες, περιχύνεται με μπεσαμέλ και ψήνεται στο φούρνο.
[τουρκ. musakka (από τα αραβ.) -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσαμαδένιος -α -ο [musamaδénos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από μουσαμά: Mουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο.
[μουσαμαδ- (μουσαμάς) -ένιος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσαμαδιά η [musamaδjá] Ο24 : (παρωχ.) το αδιάβροχο.
[μουσαμαδ- (μουσαμάς) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσαμάς ο [musamás] Ο1 : 1. ύφασμα που περιέχει ειδικά υλικά, ιδίως κερί, ώστε να είναι αδιάβροχο. || μουσαμάς για ειδική χρήση: Ο ~ του τραπεζιού / του πατώματος. || μουσαμάς για ζωγραφική: Zωγραφίζει σε μουσαμά. 2. (παρωχ.) το αδιάβροχο.
[τουρκ. muşamba [-ámba] (από τα αραβ.), διαλεκτ. muşamma [-amá] -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουσάτος -η -ο [musátos] Ε3 : (ιδ. για πρόσ.) που έχει μούσι. || (ως ουσ.): Ήρθε ένας ~ και σε ζήτησε.
[μούσ(ι) -άτος]