Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μούρο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μούρο το [múro] Ο39 : ο καρπός της μουριάς καθώς και το ποτό που γίνεται από μούρα: Mαύρα / άσπρα μούρα.

[μσν. μούρο(ν) < αρχ. μόρον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και κατά το μουριά)]

[Λεξικό Κριαρά]
μούρο(ν) το.
  • 1) Καρπός της μουριάς, μούρο:
    • τα μούρα της μουρέας (Θησ. Ζ́ [685]).
  • 2) ?(Προκ. για είδος γερακιού) πιθ. κηλίδα, κουκίδα του φτερώματος που έχει σχήμα (ή και χρώμα) μούρου:
    • εάν έχῃ (ενν. ο ιέραξ) μούρα ως κέγχρον (Ιερακοσ. 34517).

[<αρχ. ουσ. μόρον. Η λ. (‑ον) στο Meursius και σήμ.(‑ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
μουρόνι το.
— Βλ. και μουρούνα.
  • Μουρούνα (βλ. ά.):
    • (Gesprächb. 4715).

[πιθ. <παλαιότ. ιταλ. moron (Battaglia, λ. morone1)· κατά Georgacas 1978: 141 <ρουμ. morun]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουρούνα η [murúna] Ο25 : ψάρι που συγγενεύει με τον μπακαλιάρο.

[ιταλ. morona ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και [ro > ru] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μουρούνα η· μουρήνα.
— Βλ. και μουρόνι.
  • Είδος του ψαριού οξύρρυγχος, αλλιώς στουριόνι:
    • μουρούνας μεσοϋπόκοιλον (Προδρ. IV 206 χφ C κριτ. υπ).

[πιθ. <ρουμ. morun (Georgacas 1978: 141)· πβ. παλαιότ. ιταλ. morona (DEI). Ο τ. (Du Cange App., ‑ίνα) ίσως από συμφ. με το ιταλ. murena (παλαιότ. mo‑) «σμέρνα» (DEI) ως αντιδ. (<ελλην. μύραινα)· πβ. όμως και τουρκ. morina (Georgacas, ό.π.). Τ. μορό‑ και μορού‑ το 17. αι. (Gesprächb. 4715 κριτ. υπ.). Η λ. στο Somav. («σμέρνα»)· η σημασ. ιδιωμ. (κοιν. «γάδος»· για τη λ. βλ. Georgacas, ό.π. 139-42)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουρουνέλαιο το [murunéleo] Ο41 : λάδι που βγαίνει από το συκώτι της μουρούνας, έχει κίτρινο χρώμα, δυσάρεστη γεύση και οσμή, αλλά είναι πλούσιο σε βιταμίνες και χορηγείται ως δυναμωτικό.

[λόγ. μουρούν(α) + -έλαιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουρουνόλαδο το [murunólaδo] Ο41 : (οικ.) μουρουνέλαιο.

[μουρούν(α) -ο- + λάδ(ι) -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
μουρούπα η.
  • Τούφα, τουλούπα μαλλιού (έτοιμου για κλώσιμο):
    • μουρουπάδες πιλωμένες (Βουστρ. 1062).

[πιθ. <ουσ. μαλ(λ)ούπ(π)α, που απ. σήμ. στην Κύπρο και στη Ρόδο με τροπή λ>ρ και αφομ. φωνηέντων (α-ου>ου-ου)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουρόχαβλος ο [muróxavlos] Ο20 : (προφ.) χαρακτηρισμός ιδιαίτερα νωθρού ή αποβλακωμένου ανθρώπου.

[ίσως < αρχ. μωρ(ός) `κουτός΄ -ο- + χαῦνος `ελαφρόμυαλος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και εναλλ. ριν. [n] - υγρού [l] από επίδρ. του υγρού [r] ) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες