Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούρλια η [múrla] Ο25α : 1. (σπάν.) η ιδιότητα του μουρλού και η σχετική συμπεριφορά· μούρλα. 2. (προφ., ως επίθ.) για κπ. ή για κτ. πολύ ωραίο, πολύ χαριτωμένο· τρέλα: Tο καινούριο σου σπίτι είναι ~. Aγόρασα ένα φουστάνι ~. Πώς σου φαίνεται το αυτοκίνητό μου; -~! || (ως επίρρ.) πολύ καλά: Περάσαμε ~.
[μουρλ(αίνω) -ια (αναδρ. σχημ.)]