Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούργα η [múrγa] Ο25α : το κατακάθι του λαδιού.
[αντδ. < λατ. amurga (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-amu > miamu > mia-mu] ) ή μέσω του ιταλ. murga < αρχ. ἀμόργη (ίδ. σημ. καθώς και όν. σχετικής βαφής)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουργανάλι(ον) το· μπουργανάλι(ον).
-
- (Ναυτ.) είδος σκοινιού ή παλάγκου:
- τα μουργανάλια και την φούντα (Καραβ. 49922‑3).
[<βεν. morganal]
- (Ναυτ.) είδος σκοινιού ή παλάγκου: