Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μούλκι το· μούλκι(ον).
-
- Ιδιόκτητο κτήμα:
- τα μούλκια των πτωχών και πλουσίων ανδρών (Ιστ. δεσποτών Ηπείρ. 1211)·
- φρ. γίνομαι μούλκι = (μεταφ.) αποκτώ σταθερότητα, μονιμότητα:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17334).
[<τουρκ. mülk. Η λ. στο Meursius (‑ια) και σήμ.]
- Ιδιόκτητο κτήμα: