Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μούγκρισμα το [múŋgrizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μουγκρίζω· μουγκρητό.
[μσν. μούγκρισμα < μουγκρισ- (μουγκρίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μούγκρισμα το.
-
- Μουγκρητό· (εδώ μεταφ.) προκ. για δυνατό θόρυβο, βουητό:
- (Παράφρ. Χων. 387).
[<αόρ. του μουγκρίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μουγκρητό· (εδώ μεταφ.) προκ. για δυνατό θόρυβο, βουητό:
[Λεξικό Κριαρά]
- μουγκρισματιά η.
-
- Μούγκρισμα· (εδώ σε παροιμ.) γρύλισμα:
- το χοίρο του όποιος χάσει όλο μουγκρισματιές γροικά (Κατζ. Δ́́ 58).
[<ουσ. μούγκρισμα + κατάλ. ‑τιά]
- Μούγκρισμα· (εδώ σε παροιμ.) γρύλισμα: