Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοχός ο.
-
- Βρύο, λειχήνα· χνούδι, τρίχωμα:
- αποπίπτουν αι τρίχες αυτών (ενν. των βουλκολάκων) και αναφύονται έτεραι ως μοχός χοίραιοις (Μάρκ., Βουλκ. 33925 (έκδ. μω‑)).
[<παλαιότ. σλαβ. mᾰhᾰ. Η λ. και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Βρύο, λειχήνα· χνούδι, τρίχωμα: