Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοχλός ο [moxlós] Ο17 : 1α. απλή μηχανή που συνήθ. αποτελείται από μία ράβδο η οποία μπορεί να κινείται γύρω από ένα σταθερό σημείο, και χρησιμοποιείται για να πολλαπλασιάζει τη δύναμη που ασκείται σε μια αντίσταση: Tα τρία είδη των μοχλών διαφοροποιούνται από τη θέση που έχει το υπομόχλιο σε σχέση με τους δύο μοχλοβραχίονες. Για να μετακινήσεις τη βαριά πέτρα, χρησιμοποίησε ένα λοστό για μοχλό. β. εξάρτημα μηχανήματος ή μηχανισμού όμοιο με μοχλό, με το οποίο ο χειριστής προκαλεί ή ρυθμίζει τη λειτουργία του: Ο ~ ταχυτήτων του αυτοκινήτου, το λεβιέ. 2. (μτφ.) κάθε ουσιώδης παράγοντας που προκαλεί κίνηση ή δράση: Πιστεύει ότι ~ της κοινωνικής εξέλιξης είναι η μόρφωση του λαού.
[λόγ. < αρχ. μοχλός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοχλός ο.
-
- Μοχλός· μπάρα:
- σεισθήναι πάντας των ανακτόρων τους μοχλούς (Βίος Αλ. 451).
[αρχ. ουσ. μοχλός. Η λ. και σήμ.]
- Μοχλός· μπάρα: