Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοχθώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοχθώ [moxθó] Ρ10.9α : υποβάλλομαι σε μόχθο, εργάζομαι σκληρά: Mόχθησε ώσπου να πετύχει το σκοπό του. Mοχθεί καθημερινά για το ψωμί των παιδιών του.

[λόγ. < αρχ. μοχθῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
μοχθώ.
  • α) Εργάζομαι σκληρά, κοπιάζω:
    • (Προδρ. I 92
  • β) (αμτβ. και μτβ.) καταβάλλω (έντονες) προσπάθειες:
    • μοχθεί … και ου δύναται εγείραι αυτόν (Φυσιολ. B 326
    • μοχθούσιν εγείραι αυτόν και ου δύνανται (Φυσιολ. 329
    • (με σύστ. αντικ.):
      • την δέ θυγατέρα αυτού … πολλά μοχθήσας ποιήσαι Αγαρηνήν ουκ ηδυνήθη (Ιστ. πολιτ. 3812).

[αρχ. μοχθέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες