Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοχθηρός, επίθ.
-
- 1) Που έχει μόχθο, που τον περνά κανείς με δυσκολίες:
- την ξενίαν … την μοχθηράν (Βέλθ. 152).
- 2) Που είναι σε κακή κατάσταση, ασθενικός, αρρωστιάρικος:
- (Σπανός D 1709).
- 3)
- α) Που προκαλεί βλάβη, βλαβερός· (εδώ στην υγεία):
- ποδαλγία … εκ μοχθηρών γενομένης χυμών (Ιερακοσ. 4971·)>
- β) που γίνεται με δυσκολία και κίνδυνο:
- από της καλιάς αφαιρούνται τους νεοττούς· έστι δε … μοχθηρά … η ανάληψις (Ιερακοσ. 3435).
- α) Που προκαλεί βλάβη, βλαβερός· (εδώ στην υγεία):
- 4) Δεινός, φοβερός:
- να γένει μούρτος μοχθηρός (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 951).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Δυσκολία· (συνεκδ.) δυσαρέσκεια· (εδώ προκ. για θεραπευτικό παρασκεύασμα με δυσάρεστη γεύση):
- μικρά μέρη κρεών … επιδοίης αυτῴ, ίνα το μοχθηρόν της θεραπείας τούτοις … εγκύψῃ (Ιερακοσ. 4112).
- 2) (Στον πληθ.) αυτά που βλάπτουν (την υγεία):
- τα περιττά και μοχθηρά αποσκευάσασθαι (Ιερακοσ. 50131).
- 1) Δυσκολία· (συνεκδ.) δυσαρέσκεια· (εδώ προκ. για θεραπευτικό παρασκεύασμα με δυσάρεστη γεύση):
[αρχ. επίθ. μοχθηρός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει μόχθο, που τον περνά κανείς με δυσκολίες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοχθηρός -ή -ό [moxθirós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από μοχθηρία: ~ άνθρωπος. Mοχθηρή σκέψη / πράξη.
μοχθηρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μοχθηρός `απατεώνας, παλιάνθρωπος΄]