Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοχθηρία η [moxθiría] Ο25 : η ιδιότητα του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη κακία έτσι ώστε να χαίρεται, όταν οι άλλοι υποφέρουν, και να λυπάται, όταν βρίσκονται σε καλή κατάσταση: H ~ του δεν τον αφήνει να χαρεί μαζί με τους άλλους ανθρώπους.
[λόγ. < αρχ. μοχθηρία `κακοήθεια, αχρειότητα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοχθηρία η.
-
- 1) Ανικανότητα, αναξιότητα:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 102).
- 2) Κακία, κακεντρέχεια:
- (Προδρ. I 42).
[αρχ. ουσ. μοχθηρία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ανικανότητα, αναξιότητα: