Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουχλιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουχλιάζω [muxlázo] Ρ2.1α μππ. μουχλιασμένος : 1. έχω μούχλα: Έπαθε δηλητηρίαση από μουχλιασμένο τυρί. Σκοτεινά και μουχλιασμένα υπόγεια. || προκαλώ μούχλα: H υγρασία μούχλιασε τον τοίχο. 2. (μτφ.) χαρακτηρίζομαι από έλλειψη προόδου, εξέλιξης ή δράσης: Mουχλιάζει στην επαρχία / όλη τη μέρα σ΄ ένα γραφείο. Mούχλιασα όλη τη μέρα στο σπίτι.

[μσν. μοχλιάζω < *μόχλ(α) (δες στο μούχλα) -ιάζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]

[Λεξικό Κριαρά]
μουχλιάζω· μοχλιάζω.
  • 1) Μουχλιάζω:
    • Το ψωμίν … να μη μοχλιάσει και χαλασθεί (Ροδινός 126).
  • 2) (Μεταφ. προκ. για κατάσταση αχρηστίας ή στασιμότητας):
    • γείς γέρος κακορίζικος … έχει στη σακούλα του τορνέσα μουχλιασμένα (Κατζ. Β́ 143).

[<ουσ. μούχλα (Βλάχ.· πβ. παλαιότ. αμούχλη, 11.-12. αι., LBG) + κατάλ. ‑ιάζω (βλ. και ΛΚΝ, στη λ.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες